- μολόχινος
- μολόχ-ῐνος, η, ον,A made of mallow-fibre, μολόχινα (sc. ἱμάτια), τά, Peripl.M.Rubr.6; μ. ὀθόνιον, σινδόνες, ib.49, 48;
μαφόρια Sammelb.7033.39
(v A.D.), cf. Isid.Etym.19.22.12;μ. ἔμπλαστρος Androm.
ap. Gal.13.490.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.